- ίντο
- η(γλωσσ·) διεθνής βοηθητική γλώσσα που είναι αποτέλεσμα μιας από τις προσπάθειες αναθεωρήσεως τής εσπεράντο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ido, λ. σχηματισμένη από το πατρωνυμικό επίθημα -ίδης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
Κουτιρά, Λουί — (Louis Couturat, Παρίσι 1868 – 1914). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Δίδαξε φιλοσοφία στις σχολές της Τουλούζ και της Καν, απ’ όπου παραιτήθηκε το 1899. Αναγνωρίζοντας τα μειονεκτήματα της τεχνητής γλώσσας εσπεράντο, ο Κ. προσπάθησε να την… … Dictionary of Greek